- σπαρτικά
- ταέξοδα για τη σπορά: Πλησιάζει ο καιρός του θερισμού και αυτός χρωστάει ακόμα τα σπαρτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαρτικός — ή, ό / σπαρτικός, ή, όν, ΝΑ [σπαρτός] νεοελλ. 1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά 2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά τα έξοδα για τη σπορά 3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή» (γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek